παράθεμα

παράθεμα
παράθεμα, ατος, τό,
A appendage,

π. θυσιαστηρίου δικτυωτόν LXX Ex. 38.24(4)

.
2 = ἐπίθεμα, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παράθεμα — appendage neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράθεμα — το ΝΜΑ [παρατίθημι] νεοελλ. 1. απόσπασμα από συγγραφικό έργο που παρατίθεται αυτούσιο στον γραπτό λόγο για διασάφηση κάποιας έννοιας 2. μουσ. σύνθεση που συνδυάζει αριθμό γνωστών μελωδιών είτε ταυτόχρονα είτε, σπανιότερα, διαδοχικά, για την… …   Dictionary of Greek

  • παραθέματα — παράθεμα appendage neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραθέματος — παράθεμα appendage neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ԱՊԱՐՈՒՄ — (րումք, կամ րումն, րմունք, մանց.) NBH 1 0274 Chronological Sequence: Early classical, 13c գ. παράθεμα additamentum, περισσόν reliquum, residuum եւ σχοινίον funiculus Աւելորդ ծայրք կամ կախուածք վրանի եւ նմանեացն, ստորոտ. ծոպք. եւ Ապաւանդակ. լար …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”